- ωκύτητα
- η / ὠκύτης, -ητος, ΝΑ, και δωρ. τ. ὠκύτας, Α νεοελλ. φυσ. (στην κυματική) η ταχύτητα διάδοσης ενός περιοδικού φαινομένουαρχ.ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celerity].
Dictionary of Greek. 2013.